Καθόταν εκεί ξαπλωμένος στην αιώρα του και χάζευε τη δύση. Δυο γλάροι αιωρούνταν πάνω απ την Αυγουστιάτικη θάλασσα και κορόιδευαν τους ανθρώπους.
Στα χέρια του κράταγε ένα κόμπο από λεπτά σχοινάκια που προσπαθούσε από ώρα να λύσει. Ίσα ίσα που γέμιζε τη χούφτα του και παρ όλα αυτά αφιέρωνε ασυναίσθητα σε αυτό το τόσο απλό πράγμα όλη του την ύπαρξη. Κάθε φορά όμως που έπεφτε με ορμή να λύσει τον κόμπο μετά από λίγο σταμάταγε αποκαμωμένος και αφήνονταν να γαληνεύει κοιτώντας τον Ήλιο που χανόταν στο στερέωμα.
Όποιο σχοινάκι κι αν τράβαγε, αυτό έδενε ακόμη περισσότερο τον κόμπο και άφηνε τον ίδιο ακόμη πιο κουρασμένο.
Ένιωθε τα χέρια του να ζυγίζουν τόνους, ένιωθε το κορμί του να έχει ζήσει αιώνες.
Κοίταξε στο τραπέζι που βρισκόταν απέναντι και είδε το μαχαίρι που περίμενε δείχνοντας προκλητικά τη κόψη του.
Με μια αποφασιστικότητα που ποτέ δε κατάλαβε ποιος του την έδωσε όρμηξε στο μαχαίρι και με μια κίνηση το βύθισε στον κόμπο και τον ξέσκισε.
Κοίταξε μια το μαχαίρι και μια τον διαλυμένο κόμπο που σερνόταν στο πάτωμα. Κοίταξε και βαθιά μέσα του και δεν βρήκε τίποτα, απολύτως τίποτα.
Ένας ψαράς που έφτιαχνε τα δίχτυα του εκεί κοντά, άκουσε κάτι να σκίζει τον αέρα, κοίταξε προς τα πάνω και μες στο σούρουπο σα να είδε ένα γλάρο να γκρεμίζεται στο γλυκοσκόταδο με τσακισμένα τα φτερά του.
Jonathan Livingston
uperoxo..elpizw na kataferw na paw k egw kapote stin amorgo..