Την βόλτα εκείνη που με πήγες κάποτε στην ακροθαλασσιά του φεγγαριού και οι σκιές μας γέμιζαν τον κόσμο, δεν την έκανα.
Το άγγιγμα εκείνο που μου έδωσες κάποτε και έμοιαζε με την τελευταία πνοή της πιο όμορφης θέας που αντίκρυσες μπροστά σου, δεν το πήρα.
Το ξύπνημα εκείνης της Κυριακής που το άνοιγμα των ματιών σου έγινε ο πρώτος κόσμος που κατάφερα να κατακτήσω, δεν το έζησα.
Τη φωτογραφία εκείνη που έκλεψε λίγη από τη στιγμή της ευτυχίας της άγνοιας μας, δεν την τράβηξα.
Την αγκαλιά που με πήρες και η δύναμη σου μ’έκανε ατρόμητο, δεν την πήρα.
Το χαμόγελο της αληθινής σου αμηχανίας μπροστά στο αγνό μου τίποτα, δεν το είδα ποτέ.
Και η μοναξιά της αναμόνης για το ψήγμα τελειότητας που είναι πάντα τόσο ετοιμόρροπο, συνεχώς ν’αυξάνει. Ενώ οι δράκοι και οι κακές μάγισσες να τυλίγουν τα ακροδάχτυλα μου με σιγουριά νικητή κι εγώ για μόνη μου προστασία να έχω τα σεντόνια μου που σαν σκοινιά κι αυτά, κάποιες φορές γίνονται ανυπόφορα και ξυπνώ. Να ξυπνώ για να περιμένω τον ήλιο να κρύψει τη σκιά μου και να μ’αφήσει να περιπλανηθώ στον κόσμο μου, πιστεύοντας ότι κανείς δεν με βλέπει. Να τριγυρνώ στα στενάκια που για να χωρέσω θα πρέπει να μην αναπνέω και για να μην ακουστώ θα πρέπει να περπατάω στις μύτες. Να με αφήσει με την ψευδαίσθηση ότι σήμερα ο δρόμος δεν είναι ο ίδιος με χτες κι ότι όλα θα έχουν το χρώμα και το άρωμα λεμονιάς που λαχταρώ.
Μα θα ξαπλώσω, θα σε ανοίξω και η αίσθηση ενός άλλου κόσμου, θα τρομάξει τόσο τη σκέψη μου που η αφορμή θα ψάχνει να βρει μια αιτία της προκοπής για να σε κλείσω.
Να σε κλείσω, να μην σε βλέπω, να σε ξεχάσω, να ηρεμήσω και να βιάζομαι όπως εσύ.
(Moby ‘wait for me’)
Ναι.
Είσαι το τελευταίο βραδινό μου τσιγάρο που καίει τη σκέψη χωρίς φίλτρα.
Στο παραφυλαγμα ενος μεσημεριού, βασανίστηκα στην περπατησιά σου δίπλα στην ομοτέχνη που ειχε το τυχαίο προνόμιο της συνοδείας. Μια φορά που λακισαν τα συναισθήματα.
Ν αναρωτιέμαι. Αν πρεπει να επιβραδυνω για να τρέξω.