Βοσπορινοί Τσιγγάνοι και ένα γκραφίτι

Στο τελείωμα της Ευρωπαϊκής ακτής, ανάμεσα σε πλούσια αρχοντικά και προξενικές αρχές, ξεπροβάλλει σαν καλοπροαίρετος αλλά ανεπιθύμητος συγγενής ο οικισμός των Ρομά του Τσαγίρμπασι. Με φόντο τα ήρεμα νερά του Βοσπόρου η περιοχή πλαισιώνεται με αυθαίρετα, μισογκρεμισμένες κατοικίες και παράγκες της μίας βραδιάς. (γκετζέκοντου*).Εφοδιασμένος με την φωτογραφική μου μηχανή και τις προκαταλήψεις των γνωστών μου αποφάσισα το καλοκαίρι να επισκεφθώ αυτή τη διαφορετική γειτονιά.


Η πρώτη εικόνα που συνάντησα όταν έφτασα εκεί, ήταν μια οικογένεια Ρομά, που απολάμβανε τον μεσημεριανό ήλιο καθισμένη σε ένα υποτυπώδες παρκάκι, αναπνέοντας τα καυσαέρια των αυτοκινήτων που περνούσαν βιαστικά απο την παραλιακή. Ένα κοριτσάκι με λεοπάρ μπλουζάκι και χαρούμενη διάθεση με πλησίασε χορεύοντας. Δεν μου μίλησε. Μόλις έχασε το ενδιαφέρον της για τον περίεργο άγνωστο, προτίμησε να παίξει με το ποτιστικό μηχανισμό του γκαζόν.

Στα σκουριασμένα δοκάρια της κεντρική πλατείας – τσιμεντένιου ποδοσφαιρικού γηπέδου, είχαν απλωθεί τα χειμερινά χαλιά. Λίγο πιο πέρα πληθωρικές γιαγιάδες με πλουμιστά ρούχα και πολύχρωμες μαντίλες ( ήταν φανερό ότι τις χρησιμοποιούσαν περισσότερο ως εθιμοτυπικό αξεσουάρ , παρά ως θρησκευτικό σύμβολο) είχαν αρχίσει το κουτσομπολιό με την συνοδεία ηλιόσπορων, την ίδια ώρα που δύο ηλικιωμένοι λογόφερναν έντονα για το ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι της χώρας. Όσο εγώ προσπαθούσα να τραβήξω αθόρυβα και διακριτικά κάποια καρέ, μια παρέα μικρών παιδιών με πλησίασε για να μου ζητήσει να τους βγάλω κάποιες φωτογραφίες. Ο κόκκινος συναγερμός σήμανε στην μικρή πλατεία. Οι φωνές και τα γέλια των μικρών παιδιών που πόζαραν αυτάρεσκα στο φακό με έκαναν το επίκεντρο τoυ οικισμού. Μια σαραντάρα θείτσα ξεπρόβαλλε από μία ξεφτισμένη γαλάζια μονοκατοικία, και με απείλησε λέγοντας μου σε σπαστά τουρκικά “Αν δεν έχεις φύγει μέσα σε δύο λεπτά από εδώ, θα φωνάξω τους δικούς μου”. Επειδή προφανώς δεν ήθελα να γνωριστώ με τους “δικούς της” αναγκάστικα να αποχωρήσω.
Μετά από αρκετούς μήνες και εντελώς συμπτωματικά έμαθα από την Όλγα ότι ακριβώς στην ίδια περιοχή δημιουργείται ένα γκραφίτι από μια καλλιτεχνική ομάδα, όπου συμμετείχε  και η ίδια. Χωρίς να το πολυσκεφτώ αυτοπροσκαλέστηκα στο εγχείρημα με σκοπό να πλησιάσω την κοινότητα. Με το που πάτησα το πόδι μου ξανά στην γειτονιά, ένας νεαρός, που μου συστήθηκε ως “Κεμάλ” (μου αιτιολόγησε ότι είναι το ψευδώνυμο που του έδωσε η γειτονιά εξ’αιτίας της τρομερής του αγάπης για τον Κεμάλ Ατατούρκ) ήρθε κοντά μου. Μου είπε ότι με θυμόταν από την προηγούμενη φορά και μου ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους της κοινότητας για την εχθρική συμπεριφόρα που είχα δεχτεί. Στη συνέχεια προσπάθησε να αιτιολογήσει αυτή τη στάση, λεγοντάς μου πως όλοι οι κάτοικοι είναι τρομοκρατημένοι επειδή ο Δήμος, θέλει να τους πετάξει έξω από τα σπίτια τους. Η αλήθεια είναι πως πριν από δύο χρόνια, ο τσιγγάνικος οικισμός του Σουλούκουλε, που βρισκόταν  πίσω από τα Θεοδωσιανά τείχη, στην ιστορική πλευρά της πόλης, είχε μεταφερθεί βίαια σε άλλες περιοχές εξ’αιτίας μιας ολικής ανάπλασης που σχεδίαζε η κυβέρνηση, αλλά δεν είχε ακουστεί κάτι σχετικό για αυτή την μεριά του Βοσπόρου. Με την άδεια πλέον του “Κεμάλ” είχα κερδίσει είσοδο ελευθέρας στο Τσιγγάνικο άβατο.
 Η γειτονιά ήταν πνιγμένη στο χρώμα και τα σκουπίδια. Ξεθωριασμένοι τοίχοι γεμάτοι συνθήματα και βαμμένα δορυφορικά πιάτα σε έντονο φούξια σε καλωσορίζουν στον χώρο.  Οι γάτες της περιοχής, προς αναζήτηση κάποιου ψαροκόκκαλου, κατακτούσαν τους λόφους που σχηματίζονταν στους δρόμους από μπάζα και ακαθαρσίες. Υγρά και στενά δρομάκια που συχνά κατέληγαν σε αδιέξοδα φιλοξενούσαν την καθημερινή μπουγάδα. Αυτό όμως που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν οι τουρκικές σημαίες που κρεμόντουσαν από τα παράθυρα αρκετών σπιτιών. Αληθινά υπερπατριωτικά αισθήματα που προκάλεσε η αφομοίωση ή προσπάθεια αποδοχής από τους τουρκογενείς; Δεν μπόρεσα να δώσω απάντηση.
Κοντά στη κεντρική πλατέια είχαν στηθεί σκαλωσιές για την δημιουργία του γκραφίτι. Εκεί βρισκόταν εκτός από την Όλγα που δούλευε μανιωδώς, ο Σερντάρ που σκαρφάλωνε τις σκαλωσιές σαν τσιτάχ και ο Χαϊρουλάχ με τις αριστερές πεποιθήσεις και το ισλαμικό όνομα, κατάλοιπο από την βαθιά θρησκευόμενη οικογενειά του. Όση ώρα τα παιδιά της ομάδας Yada komunite δούλευαν μπροστά στον τοίχο ισορροπώντας στα ξύλα, έκαναν και τους παιδονόμους προσπαθώντας να νουθετήσουν τα παιδιά που είχαν μαζευτεί κοντά τους και κρέμονταν από τις σκαλωσιές σαν επιδέξιοι σαλτιμπάγκοι. Οι περαστικοί εκστασιασμένοι με τα φλούο χρώματα του γκραφίτι, ζητούσαν ευγενικά να πάρουν τις μπογιές που θα περίσσευαν στο τέλος με σκοπό να βάψουν τα σπίτια τους. Εκτός από τα έντονα χρώματα οι Ρομά αγαπούν και την φωτιά. Πολλές φορές, η ομάδα δεν έβρισκε παρά μέρη της σκαλωσιάς, που οι Ρομά είχαν πάρει για να ανάψουν φωτιά. Μετά από πολλές δυσκολίες το υπερμεγέθες γκραφίτι τελείωσε και εκτός από μια καλλιτεχνική παρέμβαση που κοσμεί πλέον το χώρο τους, η κλειστή κοινότητα με την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα κατάφερε έστω και λίγο να ανοιχτεί στον έξω κόσμο.
fal

– See more at: http://constantinoupoli.com/%CE%B2%CE%BF%CF%83%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CE%AF-%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%B3%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B3%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CF%84/#sthash.1BTUgm2W.dpuf

 

This entry was posted in Αφιερώματα. Bookmark the permalink.

1 Responses to Βοσπορινοί Τσιγγάνοι και ένα γκραφίτι