Η ζωή μου ως βιβλιόφιλου

bibliophile_by_livingdeadedd-d4if7woΤο κείμενο αυτό του Τζούλιαν Μπαρνς πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Guardian, στις 29 Ιουνίου 2012. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Κατερίνα Σχινά και διατίθεται δωρεάν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (Οκτώβριος 2012). Εδώ μπορείτε να το κατεβάσετε.

OIP1-BIBLIOPHILE-634x150ads1

* * *

Έχω ζήσει μέσα στα βιβλία, για τα βιβλία και με τα βιβλία και υπήρξα αρκετά τυχερός ώστε κατάφερα να ζήσω και από τα βιβλία. Και ήταν μέσα από τα βιβλία που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι υπήρχαν και άλλοι κόσμοι πέρα από τον δικό μου· για πρώτη φορά έβαλα με τον νου μου τι μπορεί να σημαίνει να είσαι ένα άλλο πρόσωπο· για πρώτη φορά γνώρισα εκείνον τον βαθύ, οικείο δεσμό, που επιτυγχάνεται όταν η φωνή ενός συγγραφέα διεισδύει στο κεφάλι ενός αναγνώστη. Ήμουν ενδεχομένως τυχερός που τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου δεν υπήρχε ο ανταγωνισμός της τηλεόρασης – και όταν τελικά η μικρή οθόνη κατέφθασε στο σπίτι μας, αυτό έγινε υπό τον αυστηρό έλεγχο των γονιών μου. Ήταν δάσκαλοι και οι δύο κι έτσι ήταν αυτονόητος ο σεβασμός για το βιβλίο και για όσα περιείχε. Δεν πηγαίναμε στην εκκλησία, πηγαίναμε όμως στη βιβλιοθήκη. Οι παππούδες από τη μητέρα μου ήταν επίσης δάσκαλοι. Ο παππούς είχε τα άπαντα του Ντίκενς και την Εγκυκλοπαίδεια του Νέλσον σε τριάντα μικρούς κόκκινους τόμους. Οι γονείς μου είχαν πιο φινετσάτα βιβλία, σε μεγαλύτερη ποικιλία, και κάποια στιγμή μάλιστα έγιναν μέλη της Folio society[1]. Μεγάλωσα θεωρώντας ότι όλα τα σπίτια περιείχαν βιβλία, ότι κάτι τέτοιο ήταν απολύτως φυσιολογικό. Φυσιολογικό, επίσης, ήταν ότι εκτιμούνταν ανάλογα με τη χρησιμότητά τους: για να μαθαίνεις στο σχολείο, για να αποκτάς και να επαληθεύεις την πληροφορία, για να ψυχαγωγείσαι στη διάρκεια των διακοπών. Ο πατέρας μου είχε συλλογές με τα κύρια άρθρα των Times· η μητέρα μου απολάμβανε τη Νάνσι Μίτφορντ. Τα ράφια μας περιείχαν επίσης τα δερματόδετα βιβλία που είχε κερδίσει ο πατέρας μου στο Σχολείο του Ίλκστον μεταξύ 1921 και 1925, κυρίως βραβεία «Γενικής Επάρκειας» ή «Γενικής Αριστείας». Την Παρέλαση της αγγλικής πεζογραφίας, τα Ποιητικά Έργα του Γκόλντσμιθ, τον Δάντη σε μετάφραση Κάρι, τον Τελευταίο των Βαρόνων του Λίτον, το Μοναστήρι και οικογενειακή εστία του Τσαρλς Ριντ.

 

eroticaofabibliophileΚανένα απ’ αυτά τα έργα δεν με συνάρπαζε όταν ήμουν παιδί. Πρωτάρχισα να εξερευνώ τα ράφια των γονιών μου (και των παππούδων μου, και του μεγαλύτερου αδελφού μου) όταν αφυπνίστηκε η σεξουαλικότητά μου. Η βιβλιοθήκη του παππού ελάχιστη ηδυπάθεια περιείχε, πέραν μιας δυο σκηνών στο Διασταύρωση Μπογουάνι του Τζον Μάστερς· οι γονείς μου είχαν την Ιστορία της Τέχνης του Γουίλιαμ Όρπεν με μερικές ενδιαφέρουσες μαυρόασπρες εικονογραφήσεις· όμως ο αδελφός μου είχε ένα αντίτυπο του έργου του Πετρώνιου Σατυρικόν – ομολογουμένως του πιο καυτού βιβλίου της οικογενειακής βιβλιοθήκης. Σαφώς οι Ρωμαίοι διήγαν μια πολύ πιο ταραχώδη ζωή από εκείνη που διαπίστωνα ότι εκτυλισσόταν γύρω μου στο Νόρθγουντ του Μίντλσεξ. Συμπόσια, σκλάβες, όργια, τίποτα δεν έλειπε. Αναρωτιέμαι αν ο αδελφός μου πρόσεξε ότι ύστερα από λίγο αρκετές από τις σελίδες του Σατυρικού είχαν σχεδόν ξεκολλήσει από τη ράχη. Ανοήτως, υπέθεσα ότι όλοι οι αρχαίοι κλασικοί του πρέπει να είχαν παρόμοιο ερωτικό περιεχόμενο. Πέρασα πολλές πληκτικές μέρες με τον Ησίοδό του πριν καταλήξω ότι μάλλον ματαιοπονούσα.

Η κεντρική εμπορική οδός της πόλης μας συμπεριλάμβανε ένα κατάστημα στο οποίο αναφερόμαστε ως «το βιβλιοπωλείο». Στην πραγματικότητα ήταν ένα κατάστημα δώρων και χαρτικών με μιαν ακόμα αίθουσα στο υπόγειο: η μισή ήταν αφιερωμένη στο βιβλίο. Μερικοί από τους τόμους που συναντούσες εκεί ήταν αξιοσέβαστοι – η σειρά των Penguin classics, τα Penguin, τα Pan Books. Ένα κομμάτι μου είχε συμπεράνει ότι αυτά ήταν όλα κι όλα τα βιβλία που υπήρχαν. Θέλω να πω, ήξερα ότι υπήρχαν διαφορετικά βιβλία στη δημοτική βιβλιοθήκη, και φυσικά υπήρχαν και τα σχολικά βιβλία, τα οποία ήταν επίσης διαφορετικά· όμως σε ό,τι αφορά τον μεγάλο κόσμο των βιβλίων, θεωρούσα ότι αυτό το ελάχιστο δείγμα ήταν κατά μία έννοια αντιπροσωπευτικό. Κατά καιρούς, σε ένα άλλο προάστιο ή σε άλλη πόλη, τύχαινε να επισκεφθούμε και κάποιο «αληθινό» βιβλιοπωλείο, που συνήθως αποδεικνυόταν πως ήταν το τοπικό παράρτημα του W.H. Smith.

Η μόνη εναλλακτική βιβλιοπηγή προέκυπτε όταν κέρδιζες κάποιο σχολικό βιβλίο. Oι νικητές επιτρεπόταν να επιλέξουν τα βιβλία που ήθελαν, συνήθως υπό τη γονική επίβλεψη. Και πάλι όμως ήταν μια εμπειρίαπου μάλλον στένευε παρά διεύρυνε τους ορίζοντές σου. Μπορούσες να επιλέξεις μόνο από μία συλλογή που φυλασσόταν σε ένα ιδιωτικό εκθετήριο σε ένα συγκρότημα γραφείων στο Σάουθ Μπανκ: ένα μέρος ελαφρώς μυστηριώδες και ταυτόχρονα απολύτως λειτουργικό. Ήταν, όπως θα ανακάλυπτα αργότερα, ένα ακόμα παράρτημα του W.H. Smith. Εδώ υπήρχαν βιβλία βαριά και αξιόλογα, από εκείνα που θαυμάζεις, αλλά μάλλον ποτέ δεν διαβάζεις. Το σχολικό βραβείο σου είχε συγκεκριμένη αξία κι έτσι επέλεγες ένα βιβλίο που κάλυπτε ένα καθορισμένο ποσό· το βιβλίο στη συνέχεια εξαφανιζόταν από μπροστά σου για να επανεμφανιστεί την Ημέρα των Δημαρχιακών Βραβείων, οπότε ο λόρδος Δήμαρχος του Λονδίνου, φέροντας όλα τα διακριτικά του αξιώματός του, σου το εγχείριζε προσωπικά. Τώρα περιείχε μια κολλημένη ετικέτα στην πρώτη λευκή σελίδα, η οποία περιέγραφε το επίτευγμά σου, ενώ το υφασματόδετο κάλυμμα έφερε επιχρυσωμένο το έμβλημα του σχολείου σου. Ελάχιστα θυμάμαι από όσα διάλεξα πειθήνια υποτασσόμενος στην καθοδήγηση των γονιών μου. Όμως το 1963 απέσπασα το βραβείο Mortimer για την επίδοσή μου στην αγγλική γλώσσα, και, όντας πια δεκαεπτά ετών, πρέπει να πήγα μόνος μου σ’ αυτήν την αποθήκη σοβαρότητας, όπου και βρήκα (ποιανού του είχε διαφύγει;) ένα αντίτυπο του Οδυσσέα. Ακόμη βλέπω μπροστά μου το αποδοκιμαστικό βλέμμα του Δημάρχου καθώς το προστατευτικά γαντοφορεμένο χέρι του μου παρέδιδε τούτο το διαβόητα ανήθικο βιβλίο.

3799976747_30cc46ec3f_o

Τώρα άρχιζα πια να βλέπω τα βιβλία πέρα από την ωφελιμιστική τους διάσταση, ως κάτι παραπάνω από πηγές πληροφορίας, διδαχής, απόλαυσης ή διέγερσης. Πρώτα απ’ όλα, υπήρχε η έξαψη και η σημασία της κατοχής. Το να κατέχεις ένα συγκεκριμένο βιβλίο –ένα που το είχες διαλέξει μόνος σου– ισοδυναμούσε με το να καθορίζεις τον εαυτό σου. Κι αυτός ο αυτοκαθορισμός έπρεπε να προστατεύεται. Κι έτσι κάλυπτα τα αγαπημένα μου βιβλία (βιβλία τσέπης, αναπόφευκτα, λόγω του πενιχρού μου βαλαντίου) με διαφανή μεμβράνη. Το πρώτο πράγμα που έκανα, ωστόσο, ήταν να γράψω το όνομά μου με έναν, πρόσφατα αποκτημένο, πλάγιο γραφικό χαρακτήρα, με μαύρο μελάνι, το οποίο υπογράμμιζα με κόκκινο, στην άκρη του εσωφύλλου. Η διαφανής μεμβράνη έπρεπε να κοπεί και να εφαρμόσει έτσι ώστε να καλύπτει και να προστατεύει την υπογραφή που δήλωνε ιδιοκτησία. Μερικά από εκείνα τα βιβλία –για παράδειγμα οι μεταφράσεις των ρώσων κλασικών από τον Ντέιβιντ Μαγκαρσάκ– βρίσκονται ακόμη στη βιβλιοθήκη μου. Ο αυτοκαθορισμός ήταν η μία πλευρά της μαγείας. Στη συνέχεια, αργά αργά μυήθηκα και σε μιαν άλλη: σε εκείνη του παλιού, του μεταχειρισμένου, του από δεύτερο χέρι βιβλίου. Θυμάμαι μια σειρά από πρώτες εκδόσεις του Ώντεν πίσω από τα τζάμια της βιβλιοθήκης ενός γείτονα – ενός ανθρώπου, επιπλέον, που είχε γνωρίσει τον Ώντεν δεκαετίες πριν, είχε μάλιστα παίξει κρίκετ μαζί του. Αυτά τα γεγονότα μού φαίνονταν εκπληκτικά. Ποτέ δεν είχα δει συγγραφέα, ούτε γνώριζα κανέναν που να γνώριζε κάποιον συγγραφέα. Ίσως να είχα ακούσει έναν δυο στο ραδιόφωνο ή να είχα δει έναν δυο στην τηλεόραση, σε μια από τις συνεντεύξεις που έπαιρνε για την εκπομπή του Πρόσωπο με πρόσωπο ο Τζον Φρίμαν. H πιο στενή σχέση της οικογένειάς μου με τη λογοτεχνία ήταν ότι ο πατέρας μου είχε σπουδάσει σύγχρονη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, όπου καθηγητής ήταν ο Έρνεστ Γουίκλι, η σύζυγος του οποίου το είχε σκάσει με τον Ντ.Χ. Λόρενς. Α ναι, και η μητέρα μου είχε δει μια φορά τον Ρ.Ντ. Σπιθ, τον σύζυγο της Ολίβια Μάνινγκ, σε μια στάση στο Μπέρμιγχαμ. Να όμως που εδώ μπροστά μου είχα τα ιδιόκτητα αντίτυπα κάποιου που είχε γνωρίσει έναν από τους πιο διάσημους ζώντες ποιητές αυτής της χώρας. Επιπλέον, αυτά τα βιβλία περιείχαν λέξεις του Ώντεν, ο απόηχος των οποίων ήταν ακόμη ζωντανός, στη μορφή με την οποία είχαν για πρώτη φορά έρθει στο φως. Ένιωθα έντονα αυτή τη μαγεία και λαχταρούσα να ιδιοποιηθώ ένα μέρος της. Κι έτσι, από τα φοιτητικά μου χρόνια, έγινα συλλέκτης βιβλίων, καθώς επίσης και χρήστης βιβλίων, και ανακάλυψα ότι δεν ήταν ιδιοκτήτης όλων των βιβλιοπωλείων ο W.H. Smith.

Περίπου σ’ όλη τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας –από το τέλος του 1960 ως τα τέλη του 1970– έγινα ένας ακούραστος βιβλιο­κυνηγός: έτρεχα από πόλη σε πόλη με το αυτοκινητάκι μου, ένα Morris Traveller, και το φόρτωνα μέχρι επάνω με βιβλία τα οποία αγόραζα με ρυθμό πολύ πιο γοργό από κάθε δυνατή αναγνωστική ταχύτητα. Ήταν μια εποχή που οι περισσότερες πόλεις με λογικό μέγεθος είχαν ένα τουλάχιστον μεγάλο, καθιερωμένο παλαιοβιβλιοπωλείο, συχνά στη σκιά του καθεδρικού ναού, ή της μεγαλύτερης εκκλησίας τους· θυμάμαι ότι συνήθως μπορούσες να παρκάρεις απέξω όση ώρα ήθελες. Ήταν, χωρίς εξαίρεση, ανεξάρτητες επιχειρήσεις και όχι παραρτήματα κάποιας αλυσίδας –μάλιστα μερικές φορές εξέθεταν μια επιλογή με καινούργια βιβλία στη βιτρίνα τους– και αμέσως ένιωθα εκεί μέσα σαν στο σπίτι μου. Η ατμόσφαιρα, πρώτα απ’ όλα, ήταν πολύ διαφορετική. Εδώ τα βιβλία εκτιμούνταν, έδειχναν να αποτελούν μέρος μιας πολιτισμικής συνέχειας. Τώρα πια προτιμούσα τα μεταχειρισμένα από τα καινούργια βιβλία. Στην Αμερική συνηθίζουν να αναφέρονται σ’ αυτά υποτιμητικά, ως βιβλία «από δεύτερο χέρι» – όμως αυτή η συνέχεια της ιδιοκτησίας ήταν μέρος της γοητείας τους. Ένα βιβλίο πρόσφερε την εξήγηση που έδινε για τον κόσμο σε έναν άνθρωπο, ύστερα σε έναν άλλον, και ούτω καθεξής για γενιές ολόκληρες· διαφορετικά χέρια κρατούσαν το ίδιο βιβλίο και αντλούσαν κάποτε την ίδια και κάποτε διαφορετική σοφία απ’ αυτό. Τα παλιά βιβλία έδειχναν την ηλικία τους: είχαν καφετιές κηλίδες στις σελίδες τους, όπως οι γέροντες έχουν ελιές και πανάδες. Επίσης μύριζαν όμορφα – ακόμα κι όταν έζεχναν τσιγάρο και (κάπου κάπου) πούρο. Και πολλά εξεμούσαν συγκλονιστικά εφήμερα: παμπάλαιες αγγελίες εκδοτών και σελιδοδείκτες-αντίκες – συχνά με τα λογότυπα ασφαλιστικών εταιρειών ή με διαφημίσεις του σαπουνιού Sunlight.

9111137673.1.zoom

Κι έτσι οδηγούσα μέχρι το Σάλσμπερι, το Πίτερσφιλντ, το Άιλσμπερι, το Σάουθπορτ, το Τσέλτεναμ, το Γκίλντφορντ, και χωνόμουν σε πίσω δωμάτια και κλειδωμένες αποθήκες και υπόστεγα όποτε μπορούσα. Πολύ λιγότερο άνετα αισθανόμουν σε μέρη που μύριζαν θαυμάσιες βιβλιοδεσίες ή γνώριζαν εξαιρετικά καλά την αξία κάθε βιβλίου τους. Προτιμούσα τη δημοκρατική ακαταστασία των μαγαζιών όπου τα βιβλία ήταν σωριασμένα φύρδην μίγδην και το παζάρι ήταν εφικτό. Εκείνη την εποχή, ακόμα και στα βιβλιοπωλεία που πουλούσαν καινούργιες εκδόσεις δεν υπήρχε ίχνος αυτής της μανίας άμεσης επιστροφής των απούλητων βιβλίων την οποία έχει επιβάλει το σύγχρονο μάνατζμεντ. Σήμερα ο μέσος χρόνος ζωής στις προθήκες ενός καινούργιου πανόδετου βιβλίου –υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα φτάσει στις προθήκες– είναι τέσσερις μήνες. Τότε τα βιβλία έμεναν στα ράφια ώσπου να τα αγοράσουν, ή ίσως εκποιούνταν διστακτικά σε χαμηλότερη τιμή, ή μετακινούνταν στο τμήμα των μεταχειρισμένων, όπου μπορεί να έμεναν επί χρόνια. Το βιβλίο με την απαγορευτική για σένα τιμή ή εκείνο που δεν ήσουν βέβαιος ότι θέλεις μπορεί να σε περίμενε στην ίδια θέση όταν επέστρεφες στο βιβλιοπωλείο την ερχόμενη χρονιά. Τα παλαιοβιβλιοπωλεία, επίσης, δίδασκαν το μάθημα του συγγραφέα που έχει βγει από τη μόδα. Οι Τσαρλς Μόργκαν, Χιου Γουόλπολ, Ντόρνφορντ Γέιτς, Λόρδος Λίτον, κυρία Χένρι Γουντ καταλάμβαναν ράφια επί ραφιών, περιμένοντας να ξανάρθουν στη μόδα. Και σπανίως έρχονταν.

Αγόραζα με μια πείνα που σήμερα την αναγνωρίζω, ανατρέχοντας σ’ εκείνα τα χρόνια, ως ένα είδος ανάγκης: η βιβλιομανία είναι γνωστή ασθένεια. Η αγορά των βιβλίων ασφαλώς απορροφούσε πάνω από το μισό διαθέσιμο εισόδημά μου. Αγόραζα πρώτες εκδόσεις των συγγραφέων που θαύμαζα περισσότερο: Γουό, Γκριν, Χάξλεϊ, Ντάρελ, Μπέτζιμαν. Αγόρασα πρώτες εκδόσεις βικτοριανών ποιητών όπως ο Τένισον και ο Μπράουνινγκ (κανέναν από τους οποίους δεν διάβασα) γιατί μου φάνηκαν εκπληκτικά φθηνές. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα βιβλία που μου άρεσαν, τα βιβλία που νόμιζα πως θα μου άρεσαν, τα βιβλία που έλπιζα πως θα μου άρεσαν και τα βιβλία που δεν μου άρεσαν τώρα αλλά νόμιζα ότι ενδεχομένως θα μου άρεσαν στο μέλλον ήταν σχεδόν αδιόρατη. Συνέλεγα σειρές όπως τα King Penguins, τα βιβλία για την εξοχή των εκδόσεων Batsford και τη σειρά Η Βρετανία με εικόνες των εκδόσεων Collins που είχε κυκλοφορήσει τις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Αγόραζα ποιητικά φυλλάδια και δερματόδετες γαλλικές εγκυκλοπαίδειες εκδομένες από τον Larousse· βιβλία κόμικς και βικτoριανά αλμανάκ· παρωχημένα λεξικά και δεμένα αντίτυπα περιοδικών – από το Cornhill ως το Strand. Αγόρασα ένα αντίτυπο του Sensation!, της πρώτης βελγικής έκδοσης του μυθιστορήματος του Ίβλιν Γου Λαβράκι. Έφτασα μάλιστα να επινοήσω μια κατηγορία που την ονόμασα Παράξενα Βιβλία, χρήσιμη ώστε να δικαιολογεί εκκεντρικές αγορές όπως τα Βιτσίζοντας γουρούνια και κυνηγώντας σκαντζόχοιρους του σερ Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, Υλική ενέργεια του Πυροβολητή Μπίλι Γουέλς, Οδηγός χεριού του Κέιρο και Κλακέτες δι’ αρχαρίους μιας «Ιζόλδης». Όλα αυτά βρίσκονται ακόμη στη βιβλιοθήκη μου, αν και σπάνια τα συμβουλεύομαι. Επίσης αγόραζα βιβλία η αγορά των οποίων δεν είχε κανένα νόημα, είτε εκείνη τη στιγμή είτε αναδρομικά – όπως και τους τρεις τόμους (σε πρώτη έκδοση, με ωραιότατες κουβερτούρες και σίγουρα αδιάβαστους από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους) των απομνημονευμάτων του σερ Άντονι Ίντεν. Ποιο νόημα είχε μια τέτοια κίνηση; Η περίπτωσή μου χειροτέρευε από το γεγονός ότι ήμουν, στην ιδιόλεκτο του σιναφιού, ένας «εξαντλητικιστής». Έτσι, για παράδειγμα, επειδή είχα θαυμάσει τα λίγα θεατρικά έργα του Σω που είχα δει, κατέληξα με βιβλία του εκτάσεως αρκετών μέτρων, φτάνοντας να προμηθευτώ ως και κάτι δυσεύρετα φυλλάδιά του περί χορτοφαγίας. Δεδομένου ότι ο Σω ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλής και τα τυπωμένα του κείμενα κατ’ αναλογίαν υπεράριθμα, ποτέ δεν πλήρωσα πολλά για οποιοδήποτε βιβλίο αυτής της συλλογής. Πράγμα που σήμαινε επίσης πως όταν, τριάντα χρόνια αργότερα, εμφάνισα πλήρη δυσανεξία στον διδακτισμό και το αυτάρεσκο πνεύμα του Σω και αποφάσισα να ξεπουλήσω τα έργα του, είχα αξιοσημείωτη χασούρα.

Πότε πότε έκανα συναρπαστικές ανακαλύψεις. Στην πίσω αποθήκη του βιβλιοπωλείου F. Weatherhead & Son του Άιλσμπερι βρήκα ένα αντίτυπο των πρώτων δύο κάντος από τον Δον Ζουάν του Μπάιρον, που είχαν δημοσιευτεί χωρίς το όνομα του συγγραφέα το 1819. Αυτή η σπάνια πρώτη έκδοση, δεμένη με μπλε ύφασμα, μου κόστισε 62,5 λίρες. Θα επιθυμούσα να ισχυριστώ (πράγμα που συνήθιζα μερικές φορές) ότι αυτό που με οδήγησε να εντοπίσω το βιβλίο ήταν η γνώση ειδικού που διέθετα σε σχέση με τη βυρωνική βιβλιογραφία. Όμως αυτό θα συνεπαγόταν την αγνόηση από πλευράς μου ενός σημαντικού στοιχείου: της σημείωσης με μολύβι στην πρώτη σελίδα, γραμμένης με το χέρι του βιβλιοπώλη («Τα Κάντος Ι και ΙΙ εμφανί­ στηκαν στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1819 χωρίς το όνομα του συγγραφέα ή του εκδότη σε ένα ολιγοσέλιδο “quarto”»). Ως εκ τούτου, η τιμή των 62,5 λιρών δεν ήταν αποτέλεσμα παραδρομής ή απροσεξίας· μάλλον ήταν μια ένδειξη ότι το βιβλίο βρισκόταν στο ράφι επί δεκαετίες.

Le libraire

Πολύ συχνά, ωστόσο, έκανα και σοβαρά λάθη. Γιατί, για παράδειγμα, να αγοράσω από τον D.M. Beach στο Σάλσμπερι τον Όλιβερ Τουίστ στα πρωτότυπα μηνιαία του τεύχη, όπως εκδόθηκαν αρχικά από το περιοδικό Bentley’s Miscellany; Ήταν καλή ιδέα επειδή βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση, με υπέροχες εικονογραφήσεις, εξώφυλλα και διαφημίσεις. Ήταν κακή ιδέα επειδή ένα από τα τεύχη (το πρώτο ή το τελευταίο) έλειπε – εξού και η προσιτή τιμή του. Ήταν μια αισιόδοξη ιδέα επειδή ήμουν σίγουρος ότι θα κατόρθωνα να εντοπίσω το ελλείπον τεύχος σε κάποια μεταγενέστερη εξόρμηση της ζωής μου ως συλλέκτη. Περιττό να πω ότι ποτέ δεν το εντόπισα, και αυτή η ανοησία επέσυρε τη χλεύη της βιβλιοθήκης μου επί πολλά χρόνια.

Τέλος υπήρχαν και στιγμές που συνειδητοποιούσα ότι ο κόσμος των βιβλίων και της βιβλιοσυλλογής δεν ήταν ακριβώς όπως τον είχα φανταστεί. Ενώ ήμουν εξοικειωμένος με διάσημες περιπτώσεις βιβλιοπλαστογράφησης, πάντοτε υπέθετα ότι οι συλλέκτες ήταν έντιμοι και ευθείς άνθρωποι (το ίδιο συνήθιζα να πιστεύω και για τους κηπουρούς). Κι ύστερα, μια μέρα, βρέθηκα στο Lilies in Weedon του Μπακς –δεχόταν «μόνο κατόπιν ραντεβού»–, μια βικτoριανή έπαυλη τριάντα πέντε δωματίων τόσο πνιγμένη στα βιβλία που έμεινα εκεί μέσα από το πρωί ως αργά το βράδυ. Στο τμήμα της με τις πρώτες εκδόσεις βρήκα ένα βιβλίο που το έψαχνα χρόνια: τα Πρόστυχα κορμιά του Ίβλιν Γουό. Του έλειπε η κουβερτούρα (πράγμα φυσιολογικό – ελάχιστοι από τους πρώτους αγοραστές του Γουό κρατούσαν το εύγλωττο ντύμα του βιβλίου τους), όμως ήταν άθικτο. Η τιμή ήταν… εκπληκτικά χαμηλή. Ύστερα διάβασα μια μικρή σημείωση με μολύβι που εξηγούσε το γιατί. Ήταν ο γραφικός χαρακτήρας και η υπογραφή του Ρότζερ Σένχαουζ, του εκδότη από τον κύκλο του Μπλούμσμπερι, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος εραστής του Λίτον Στρέιτσι. Έλεγε –και παραθέτω από μνήμης– «Αυτή η δεύτερη ανατύπωση αφέθηκε στα ράφια μου στη θέση της πρώτης μου έκδοσης». Σοκαρίστηκα. Ήταν φανερό, δεν επρόκειτο για απλή παρόρμηση. Ο ένοχος πρέπει να είχε φτάσει στο σπίτι του Σένχαουζ με κρυμμένο αυτό το αντίτυπο –υποθέτω πως ήταν αυτός και όχι αυτή– και μετά να κατάφερε να αλλάξει την πρώτη έκδοση με τούτην εδώ όταν δεν ήταν κανείς στο δωμάτιο. Ποιος μπορεί να ήταν; Θα έμπαινα εγώ ποτέ σε τέτοιο πειρασμό; (Ναι στη συνέχεια μπήκα – σε πειρασμό, εννοώ). Και θα μπορούσε να το κάνει κάποιος και σ’ εμένα αυτό; (Όχι απ’ όσο ξέρω).

Πρόσφατα, άκουσα μια άλλη παραλλαγή αυτής της ιστορίας από διαφορετική οπτική γωνία. Ένας αναγνώστης έστειλε σε έναν μάλλον διάσημο εν ζωή συγγραφέα ένα αντίτυπο ενός πρώιμου μυθιστορήματός του (εκείνη η πρώτη έκδοση είχε τυπωθεί σε χίλια αντίτυπα) ζητώντας του να του το υπογράψει και εσωκλείοντας το γραμματόσημο. Ύστερα από λίγο, στο σπίτι του αναγνώστη κατέφθασε ένα πακέτο που περιείχε το μυθιστόρημα, ευσυνείδητα υπογεγραμμένο από τον συγγραφέα – μόνο που αυτός είχε κρατήσει την πολύτιμη πρώτη έκδοση και είχε στείλει αντ’ αυτής τη δεύτερη ανατύπωση.

Εκείνες τις παλιές εποχές, το κυνήγι του βιβλίου προϋπέθετε τρεξίματα πολλών χιλιομέτρων, αργή συσσώρευση και συχνές ματαιώσεις· οι παρενέργειες ήταν η τάση, όταν αποτύγχανες να βρεις αυτό που γύρευες, να αγοράσεις μια τυχαία σειρά βιβλίων για να αποδείξεις πως το ταξίδι σου δεν είχε πάει χαμένο. Αυτός ο τρόπος απόκτησης δεν είναι πια δυνατός, ή μάλλον δεν έχει πια νόημα. Όλα εκείνα τα παλιά, ετοιμόρροπα μαγαζιά, όλα τους εγκατεστημένα στα πιο όμορφα σημεία των πόλεων, έχουν χαθεί. Ανατρέχω στην αναφορά του Ρόι Χάρλεϊ Λιούις από το βιβλίο του Οδηγός Παλαιοβιβλιοπωλείων για βιβλιοϊχνηλάτες ( δεύτερη έκδοση, 1982) όπου μιλάει για τον D.M. Beach στο Σάλσμπερι:

«Υπάρχουν αρκετά βιβλιοπωλεία σε θέσεις τόσο μεγάλης αξίας που οι ιδιοκτήτες τους θα μπορούσαν να αποκτήσουν μια μικρή περιουσία αν τα πουλούσαν και άρχιζαν να εργάζονται από το σπίτι τους. […] Ενώ οι τιμές των ακινήτων στο Γουίλτσαϊρ δεν μπορούν να συγκριθούν (ας πούμε) με εκείνες του Λονδίνου, αυτή η θαυμάσια γωνία στη High street έχει τεράστιες λειτουργικές δαπάνες για οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο». Ο Μπιτς έκλεισε το 1999· ο Γουέδερχεντ (που διέθετε υφασμάτινη τσάντα με τη φίρμα του τυπωμένη στην μπροστινή πλευρά) το 1998· και το Lilies – που ήταν γεμάτο με τυχαία εκθέματα όπως η νεκρική μάσκα του Τζoν Κόουπερ Πόουι και «το ρολόι που ανήκε στους ανθρώπους που είχαν βάλει τη μηχανή στο πλοίο με το οποίο πνίγηκε ο Σέλεϊ» – δεν υπάρχει πια. Το μεγαλύτερο, το ευρύτερο, το πιο γενικό είναι και το πιο ευάλωτο. Φαίνεται πως αυτή η διαπίστωση έχει γίνει σήμερα ο κανόνας.

download

Η διαδικασία του συλλέγειν έχει επίσης αλλάξει ολοσχερώς χάρη στο διαδίκτυο. Χρειάστηκα κάπου δώδεκα χρόνια ώσπου να βρω την πρώτη έκδοση των Πρόστυχων κορμιών και πλήρωσα 25 λίρες. Σήμερα, τριάντα δευτερόλεπτα περιήγηση στο abebooks.com αρκεί, για να βρεθώ μπροστά σε είκοσι πρώτες εκδόσεις που ποικίλλουν ως προς την κατάσταση και τις τιμές (η πιο ακριβή, με τις σπανιότατες πια κουβερτούρες του Γουό κυμαίνεται μεταξύ 15 και 28 χιλιάδων λιρών). Όταν η μεγάλη αγγλίδα μυθιστοριογράφος Πινέλοπι Φιτζέραλντ πέθανε, αποφάσισα τιμής ένεκεν να αγοράσω τις πρώτες εκδόσεις (με κουβερτούρες) των τελευταίων τεσσάρων μυθιστορημάτων της – των τεσσάρων που παγίωσαν την αίγλη της. Όλο αυτό μου πήρε λιγότερο χρόνο απ’ όσο θα μου χρειαζόταν για να βρω θέση να παρκάρω κοντά στο σημείο όπου άλλοτε υπήρχε το βιβλιοπωλείο του Μπιτς. Κι ενώ θα μπορούσα να συνεχίσω να αναζητώ τον Ρομαντισμό και το Απρόσμενο της ανακάλυψης –γιατί, ναι, υπήρχε ρομαντισμός–, πρέπει να παραδεχτώ ότι το παλιό σύστημα ήταν και χρονοβόρο και πολυέξοδο.

Έγινα λιγότερο βιβλιοσυλλέκτης (ή ίσως φετιχιστής του βιβλίου) αφότου εξέδωσα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ίσως, σε κάποιο υποσυνείδητο επίπεδο, να αποφάσισα ότι, άπαξ και παρήγαγα πια τις δικές μου πρώτες εκδόσεις, χρειαζόμουν λιγότερο τις πρώτες εκδόσεις των άλλων. Έφτασα μάλιστα στο σημείο να πουλήσω βιβλία μου – πράγμα ως τότε ασύλληπτο. Όχι ότι αυτό επιβράδυνε τον ρυθμό απόκτησης νέων βιβλίων: εξακολουθώ να αγοράζω βιβλία πιο γρήγορα απ’ ό,τι τα διαβάζω. Και πάλι όμως, αυτό φαίνεται εντελώς φυσιολογικό: θα ήταν αλλόκοτο να έχεις γύρω σου μόνο τόσα βιβλία όσα θα προλάβεις να διαβάσεις ως το τέλος της ζωής σου. Και παραμένω προσκολλημένος στο έντυπο βιβλίο και στο βιβλιοπωλείο. Οι πιέσεις που υφίστανται τελευταία και τα δύο είναι τεράστιες. Το τελευταίο μου μυθιστόρημα κόστισε στον αναγνώστη 12,99 λίρες στο βιβλιοπωλείο, σχεδόν τη μισή τιμή (συν τα έξοδα ταχυδρομείου) online, και μόλις 4,79 λίρες κάνοντας download για το Kindle. Η οικονομία είναι άτεγκτη. Ωστόσο, ευτυχώς, η οικονομία ποτέ δεν έλεγξε ούτε την ανάγνωση ούτε την αγορά του βιβλίου. Ο Τζον Απντάικ, προς το τέλος της ζωής του, απαισιοδοξούσε σχετικά με το μέλλον του έντυπου βιβλίου:

Γιατί ποιος, σ’ αυτό το αδιανόητο μέλλον, όταν θα είμαι νεκρός, θα διαβάζει; Η τυπωμένη σελίδα ήταν απλώς το σύντομο θαύμα μισής χιλιετίας…

Είμαι πιο αισιόδοξος, τόσο ως προς την ανάγνωση όσο και ως προς τα βιβλία. Θα υπάρχουν πάντοτε και μη αναγνώστες, κακοί αναγνώστες, τεμπέληδες αναγνώστες – πάντα υπήρχαν. Η ανάγνωση είναι η δεξιότητα της πλειοψηφίας, αλλά η τέχνη της μειοψηφίας. Κι όμως, τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ακριβή, περίπλοκη, λεπτή επικοινωνία ανάμεσα στον απόντα συγγραφέα και τον συνεπαρμένο, παρόντα αναγνώστη. Ούτε πιστεύω ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει το έντυπο – ακόμα κι αν αριθμητικά υπερτερήσει. Κάθε βιβλίο βιώνεται και φαίνεται διαφορετικό στα χέρια σου· κάθε download στο Kindle βιώνεται και φαίνεται ακριβώς το ίδιο (αν και ίσως κάποια μέρα το ηλεκτρονικό βιβλίο θα περιέχει μια λειτουργία «μυρωδιάς», την οποία θα ενεργοποιείς για να κάνεις το ηλεκτρονικό σου μυθιστόρημα του Ντίκενς να αναδίνει αίφνης την ευωδιά του παλιωμένου χαρτιού, της νικοτίνης, των καφετιών κηλίδων του). Τα βιβλία θα χρειαστεί να κερδίσουν τα προς το ζην – το ίδιο και τα βιβλιοπωλεία. Τα βιβλία θα χρειαστεί να γίνουν πιο επιθυμητά: όχι αγαθά πολυτελείας, αλλά καλά σχεδιασμένα, ελκυστικά, ικανά να μας κάνουν να επιθυμούμε να τα πάρουμε στα χέρια μας, να τα αγοράσουμε, να τα χαρίσουμε, να τα κρατήσουμε, να σκεφτούμε να τα ξαναδιαβάσουμε, και να θυμόμαστε στα χρόνια που θα ‘ρθουν ότι αυτή ήταν η έκδοση μέσα από την οποία συναντηθήκαμε με όσα βρίσκονταν μέσα της. Δεν έχω λουδιτικές προκαταλήψεις ενάντια στη νέα τεχνολογία· απλώς τα έντυπα βιβλία φαίνονται ότι περιέχουν γνώση, ενώ τα ηλεκτρονικά φαίνονται ότι περιέχουν πληροφορία. Τα σχολικά βραβεία του πατέρα μου βρίσκονται σήμερα στη βιβλιοθήκη μου, ενενήντα χρόνια αφ’ ότου τα κέρδισε. Και προτιμώ να διαβάσω τα ποιήματα του Γκόλντσμιθ σ’ αυτή τη μορφή, παρά online.

Kindle_cartoon

Ο Αμερικανός συγγραφέας και ντιλετάντης Λόγκαν Πέαρσαλ Σμιθ είπε κάποτε: «Μερικοί άνθρωποι νομίζουν ότι το σημαντικό είναι η ζωή· όμως εγώ προτιμώ το διάβασμα». Όταν διασταυρώθηκα για πρώτη φορά με τούτο τον αφορισμό, τον θεώρησα πνευματώδη· τώρα τον βρίσκω –όπως μου συμβαίνει με πολλά αποφθέγματα– ολισθηρό και ψευδή. Η ζωή και το διάβασμα δεν είναι χωριστές δραστηριότητες. Η διάκριση είναι πλαστή (όπως όταν ο Γέητς φαντάζεται ότι πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα «στην τελειότητα της ζωής ή του έργου»). Όταν διαβάζεις ένα σπουδαίο βιβλίο, δεν δραπετεύεις από τη ζωή, βυθίζεσαι σ’ αυτήν. Μπορεί να υπάρχει μια επιφανειακή απόδραση –σε διαφορετικές χώρες, ήθη, γλωσσικά σχήματα–, όμως αυτό που κατά βάθος κάνεις είναι να διευρύνεις τους τρόπους με τους οποίους κατανοείς τις λεπτές αποχρώσεις της ζωής, τα παράδοξά της, τις χαρές της, τους πόνους και τις αλήθειες της. Η ανάγνωση και η ζωή δεν εξελίσσονται ξεχωριστά – συμβιώνουν. Και για το σοβαρό έργο της φαντασιακής ανακάλυψης και της αυτογνωσίας υπάρχει και παραμένει ένα και μόνο τέλειο σύμβολο: το έντυπο βιβλίο.

[1] Βρετανικός εκδοτικός οίκος, οικοδομημένος στη συνδρομητική λογική, ο οποίος εκδίδει σημαντικά λογοτεχνικά έργα σε δεμένα, εικονογραφημένα, εξαιρετικής αισθητικής βιβλία.

* * *

161645042-085ea59d-b747-4a8f-a606-986a0b5bbe69

Τζούλιαν Μπαρνς

Ο Τζούλιαν Μπαρνς γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Metroland, εκδόθηκε το 1980. Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ (1984) (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) κέρδισε λογοτεχνικά βραβεία στην Αγγλία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Το 1986 η Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ του απένειμε το βραβείο E.M. Forster. Το μυθιστόρημά του England, England (Μεταίχμιο, 2002) ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker το 1998, βραβείο που κέρδισε τελικά, το 2011, με το μυθιστόρημα Ένα κάποιο τέλος (Μεταίχμιο, 2011). Άλλα έργα του που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά: Η ιστορία του κόσμου σε 10 1/2 κεφάλαια (Ψυχογιός, 1992· νέα μετάφραση & έκδοση, Μεταίχμιο, 2012), Ο σκαντζόχοιρος (Ψυχογιός, 1993), Περί ανέμων… (Ψυχογιός, 1994), Ο διανοούμενος στην κουζίνα (Μεταίχμιο, 2004), Άρθουρ και Τζορτζ (Μεταίχμιο, 2006· 2011), Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια (Μεταίχμιο, 2008).

Έργα του στα ελληνικά

(2014) Τα τρία επίπεδα της ζωής, Μεταίχμιο
(2013) Πριν εκείνη με γνωρίσει, Μεταίχμιο
(2012) Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια, Μεταίχμιο
(2011) Άρθουρ και Τζορτζ, Μεταίχμιο
(2011) Ένα κάποιο τέλος, Μεταίχμιο
(2011) Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ, Μεταίχμιο
(2011) Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ, Μεταίχμιο
(2008) Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια, Μεταίχμιο
(2006) Άρθουρ και Τζορτζ, Μεταίχμιο
(2004) Ο διανοούμενος στην κουζίνα, Μεταίχμιο
(2003) Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ, Μεταίχμιο
(2002) England, England, Μεταίχμιο
(1997) Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια, Ψυχογιός
(1994) Περί ανέμων, Ψυχογιός
(1993) Ο σκαντζόχοιρος, Ψυχογιός

Βιογραφικό – εργογραφία: ΒιβλιοΝετ

barnes_julian-barnes_julian~OM835300~10001_20110329_19386_10

* * *

Εικόνα εξωφύλλου: livingdeadEdd

Επιμέλεια στήλης: Γιώργος Τσακνιάς

πηγή: dimartblog.com

This entry was posted in Είδαμε κι ακούσαμε and tagged . Bookmark the permalink.