Γεράνι: το φιλί της ζωής έχει σκαλώσει

 

Η έλλειψη πολιτικής βούλησης και η σύγκρουση συμφερόντων,
αντιλήψεων και δράσεων υπονομεύουν την αναβάθμιση
των υποβαθμισμένων συνοικιών του κέντρου.

Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια στη σκιά της Ακρόπολης διέθεταν πηγάδια που λειτουργούσαν μέχρι και τον 19ο αιώνα. Ήταν στολισμένα με γεράνια και πότιζαν τα μποστάνια. Από εκεί πήρε το όνομά της ολόκληρη η γύρω περιοχή. Ήταν το Γεράνι, που υπάρχει ακόμα αλλά έχει χάσει και τα λουλούδια του και τη δροσιά του.

Το Γεράνι είναι ένα τριγωνοειδές πολύγωνο που ορίζεται από τις οδούς Αθηνάς, Ευριπίδους, Επικούρου και Πειραιώς. Ανάμεσα στην Ομόνοια, το ιστορικό τρίγωνο και την περιοχή του Ψυρρή, βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της πόλης αγκαλιάζοντας το δημαρχείο Αθηνών, το εγκαταλειμμένο τυπογραφείο του περιοδικούΡομάντζο, τη Βαρβάκειο Αγορά, την πλατεία Θεάτρου και την πρώην Διπλάρειο Σχολή. Αρχαιολογικά μνημεία και ερείπια βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την περιοχή, με πιο αξιοσημείωτο το παλαιοχριστιανικό εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη στην Κολώνα με τον ενσωματωμένο κορινθιακό κίονα. Διατηρητέα νεοκλασικά και μεσοπολεμικά κτήρια είναι κρυμμένα εδώ κι εκεί, ανάμεσα σε πολυκατοικίες και μεγάλα οικοδομήματα πρώην βιοτεχνίες. Για δεκαετίες η περιοχή φιλοξενούσε καταστήματα ρούχων και υποδημάτων, γραφεία, συλλόγους, βιοτεχνίες, ξενοδοχεία (πονηρά και μη) και αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους επισκέπτες εξ επαρχίας.

Σήμερα αυτή η πολύβουη και σχεδόν γραφική συνοικία έχει μεταμορφωθεί ριζικά. Οι αυτόχθονες κάτοικοι μετέφεραν τις κατοικίες τους προς τα βόρεια οπότε σταδιακά άλλαξε η καθημερινότητα και το εμπορικό προφίλ της. Ο κανόνας στους δρόμους είναι πλέον τα παράνομα παζάρια ρούχων, παπουτσιών και μικρο-γκάτζετ. Και οι έμποροι ναρκωτικών, οι εξαρτημένοι, οι εκδιδόμενες κοπέλες από τη Νιγηρία, οι άστεγοι πολίτες και οι μετανάστες χωρίς χαρτιά έχουν γίνει οι τακτικοί θαμώνες της. Οι δύο πλατείες, η Βαρβάκειος και η Θεάτρου δεν αποτελούν πια παρά πέρασμα ή χώρο στάθμευσης και καμιά τους δεν λειτουργεί ως τόπος χαλάρωσης και συνάντησης της κοινότητας. Δύο δράσεις που πραγματοποιήθηκαν με αγαθές προθέσεις, η εγκατάσταση του κέντρου απεξάρτησης Ο.ΚΑ.ΝΑ. και του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης των μεταναστών ξύπνησαν ρατσιστικά αντανακλαστικά σε πολλούς περιοίκους. Στη δε Βαρβάκειο όπου δημιουργήθηκαν από τον Δήμο υποδομές κοινωνικής αλληλεγγύης, κάτι που δείχνει ελπιδοφόρο, οι υποδομές εκτός του ότι κατά μία άποψη δεν είναι κατοχυρωμένες νομικά, είναι απωθητικά μίζερες. Επιπλέον, όσοι καταφεύγουν σε αυτές αντιμετωπίζονται ως περιθωριακοί αλλά και δέχονται περιστασιακά επιθέσεις από εμπόρους και τοξικομανείς που θεωρούν την πλατεία δικό τους στέκι.

Γκετοποίηση και εξευγενισμός: οι δύο όψεις της υποβάθμισης

Τι κάνει η Πολιτεία για να θεραπεύσει αυτή την κατάσταση; Σχεδόν τίποτα ουσιαστικό. Δείχνοντας είτε πλήρη αδιαφορία είτε επιλεκτικό ενδιαφέρον, έχει οδηγήσει σε σταδιακή υποβάθμιση και γκετοποίηση όχι μόνο το Γεράνι αλλά και γενικότερα το κέντρο μετά το 2004, έτσι που πολλοί αναρωτιούνται αν πρόκειται για εσκεμμένη τακτική που υποκινείται από real estate παιχνίδια. Διότι είναι γεγονός ότι η σταδιακή εγκατάλειψη του κέντρου ευνόησε την αγορά ακινήτων σε χαμηλές τιμές, σε περιοχές όπως το Γκάζι και του Ψυρρή, και στη συνέχεια τη μετατροπή τους σε κέντρα διασκέδασης ή ανακαινισμένες ντιζαϊνάτες κατοικίες, πράγμα που ανέβασε κατακόρυφα την αξία τους. Αυτός ακριβώς ο «εξευγενισμός» είναι μια άλλη σοβαρή απειλή για την περιοχή. Δηλαδή ο μετασχηματισμός της τοπικής-παραγωγικής κοινωνίας σε αποκλειστικά καταναλωτική-ψυχαγωγική, κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν σε άλλες περιοχές και τις έχει αλλοιώσει ολοκληρωτικά (βλ. Γκάζι).

Έχουν ωστόσο διατυπωθεί πολλές ιδέες και προτάσεις για την αναβάθμιση της περιοχής, με βασικότερες την αποκατάσταση των διατηρητέων, τη χάραξη εναλλακτικών διαδρομών για τα οχήματα προς ανακούφιση των κυκλοφοριακών προβλημάτων, τη δημιουργία ξενώνων νεότητας, ακόμη και μια ενοποίηση με την Πανεπιστημίου και κατ’ επέκταση με την «αντίπερα όχθη» των Εξαρχείων και της Νεάπολης. Είναι πολλά κι αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς κόστος, μόνο και μόνο εφαρμόζοντας τα αυτονόητα: τον καθαρισμό και τον φωτισμό της περιοχής, τη φροντίδα των εγκαταλειμμένων δομών, την απαγόρευση των παράνομων παζαριών, έναν συστηματικό έλεγχο των ιδιοκτητών για τυχόν κρυφές κερδοσκοπικές χρήσεις των κενών κτιρίων, όλα αυτά θα καλλιεργούσαν το αίσθημα ασφάλειας. Το σίγουρο είναι ότι η υποβάθμιση που έχει επέλθει δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές προτάσεις. Χρειάζεται απαραίτητα να ληφθούν υπόψη και οι κοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες της (κάθε) περιοχής. Η ελληνική εμπειρία είναι απογοητευτική στον τομέα αυτό. Συνήθως, τα σχέδια ανάπλασης οδηγούν ή και αποβλέπουν εξαρχής σε μια «αξιοποίηση» του χώρου σύμφωνα με μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Μικροπαρεμβάσεις όπως δενδροφυτεύσεις, πεζοδρομήσεις ή κάποιο εντυπωσιακό κτίριο βαφτίζονται «αναβάθμιση» ενώ δεν έχουν άλλο στόχο παρά να ωθήσουν τους ιδιώτες να προβούν σε επενδύσεις.

Ας φανταστούμε τώρα ολόκληρο το Γεράνι όχι πια ως μια περιοχή υποβαθμισμένη, ξεχασμένη, βρόμικη και επικίνδυνη αλλά ως έναν μικρό πυρήνα βιοτεχνικής παραγωγής, που θα εξασφαλίζει εργασία στους κατοίκους της περιοχής ανεξαρτήτως εθνικότητας, θα προβάλει τα τοπικά προϊόντα και θα προσελκύει ακόμα και τουρίστες. Αυτή ακριβώς είναι η πρόταση της Μ.Κ.Ο. Sarcha (School of Architecture for All – Σχολή Αρχιτεκτονικής για Όλους), που πραγματοποίησε μια μελέτη για λογαριασμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Υ.ΠΕ.Κ.Α.). Η πρόεδρός της, η αρχιτεκτόνισσα Μαρία Θεοδώρου, την παρουσιάζει στον ΧΡΟΝΟ.

Συνέργεια και συμμετοχή: το μυστικό της αναβάθμισης

Η πρόταση για το Γεράνι αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, δεδομένου ότι τα περισσότερα κτίρια της περιοχής ήταν κάποτε βιοτεχνίες και πληρούν τις προϋποθέσεις για έναν τέτοιο σχεδιασμό. Στο ανώτερο επίπεδο των κτιρίων (ταράτσα) μπορούν να στηθούν κατοικίες και αγροκαλλιέργειες πόλης, στο μεσαίο επίπεδο χώροι επεξεργασίας-συσκευασίας και εκπαίδευσης των εργαζομένων, και στο επίπεδο του ισογείου γραφεία υποδοχής και καταστήματα προώθησης των προϊόντων. Βότανα, παραδοσιακά προϊόντα, επεξεργασία δέρματος και υφάσματος είναι ενδεικτικά της παραγωγής που θα μπορούσε να προωθηθεί. Η ιδέα δηλαδή είναι απλή καθώς αφορά την αξιοποίηση των παραδοσιακών τεχνών/παραδοσιακής βιοτεχνίας, μέσα όμως από καινοτόμες πρακτικές, που θα εξασφαλίσουν εργασία και ασφάλεια στους ντόπιους και θα αναβαθμίσουν ουσιαστικά την περιοχή.

Ολόκληρη η πρόταση στηρίζεται στην από κοινού απόφαση όλων των εμπλεκόμενων πλευρών. Και διαφέρει ριζικά από την ώς τώρα πρακτική της εκ των άνω ανάθεσης έργων από το κράτος σε διάφορους οργανισμούς διότι στοχεύει στη δημιουργία συνθηκών συνέργειας και συμμετοχής των πολιτών στη «διαμόρφωση και την από κοινού νομή του περιβάλλοντος». Αυτό είναι και το μότο της Sarcha. «Αποφάσεις “από κοινού” που μπορεί και να εμπεριέχουν συγκρούσεις αλλά», όπως λέει η Μαρία Θεοδώρου, «ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό τους τις καθιστά βασική προϋπόθεση μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας».

Στη σύνθεση των εθνοτήτων που συμβιώνουν εκεί, πρώτοι ποσοτικά εξακολουθούν να είναι οι Έλληνες και ακολουθούν οι Κινέζοι. Τρίτοι έρχονται οι Πακιστανοί και έπειτα οι Αιγύπτιοι, οι Αφγανοί, οι Ιρακινοί και οι Νιγηριανοί. Σήμερα όμως κάθε εθνότητα λειτουργεί αποκομμένη από τις άλλες, επιδίδεται σε διαφορετικές εμπορικές δραστηριότητες, συντηρεί τους δικούς της χώρους λατρείας (για τους μη χριστιανούς αυτοί οι χώροι βρίσκονται συνήθως σε διαμερίσματα) και δραστηριοποιείται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα. Φωτεινή εξαίρεση αποτελούν τα διάφορα πολυπολιτισμικά καταστήματα, μπακάλικα, κουρεία, εστιατόρια κ.ο.κ. που έχουν δώσει στην περιοχή μια έθνικ ταυτότητα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εκκολαπτόμενη Τσάινα Τάουν που απλώνεται στα πόδια της Βαρβακείου. Το ίδιο ισχύει και για το εμπόριο βοτάνων και μπαχαρικών, που έχει προσδώσει στην Ευριπίδου μια ζωντάνια, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μέρας. Ποιος άλλωστε δεν μύρισε, περπατώντας την, κύμινο και παστουρμά και δεν τον έπιασε λιγούρα; Υπάρχουν βέβαια και δυσάρεστες οσμές ποικίλων άλλων προελεύσεων στην περιοχή, από περιττώματα λ.χ. ή μούχλα, και θα αρκούσε ένας τακτικός καθαρισμός για να απαλειφθούν. Όμως τα πραγματικά προβλήματα στο Γεράνι είναι άλλα και δεν είναι πάντα εύκολο ούτε να εντοπιστούν ούτε και να αντιμετωπιστούν.

Κατ’ αρχάς, άστεγοι, μετανάστες και χρήστες τείνουν να μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή καθώς εκδιώκονται από τη μία και εγκαθίστανται στην άλλη, ακολουθώντας μια ατέρμονη, νομαδική και άσκοπη περιφορά. Το πράσινο είναι ελάχιστο, αλλά και αυτό εκ των πραγμάτων έχει μετατραπεί σε καταφύγιο για τους αστέγους και τους χρήστες, ενώ η κίνηση πεζών και οχημάτων κρίνεται προβληματική. Οι κακές συνθήκες δημόσιας υγιεινής όπως και η αυξημένη εγκληματική δραστηριότητα είναι πια κομμάτι της καθημερινότητας, αλλά η δημοτική αρχή μοιάζει να αδιαφορεί ως προς την καθαριότητα. Και επειδή η φιλανθρωπική δραστηριότητά της είναι εστιασμένη στη Σοφοκλέους (όπου το συσσίτιο «για ολόκληρη την Αθήνα»), το πρόβλημα διογκώνεται. Επιπλέον, υπάρχει και η αθέατη πλευρά της πραγματικότητας. Πολλές πολυκατοικίες που είναι αμπαρωμένες και φαίνονται εγκαταλειμμένες, κρύβουν μέσα τους μη νόμιμες δραστηριότητες. Υπάρχουν, λ.χ., πλήθος αδήλωτες αποθήκες κινεζικών προϊόντων τα οποία διακινούνται παράνομα από Νιγηριανούς και πλήθος γραφεία ή και κτίρια ολόκληρα που λειτουργούν ως υπνωτήρια για τους μετανάστες (οι οποίοι «φιλοξενούνται» εκεί σε συνθήκες εκμετάλλευσης και κονσερβοποίησης).

Εδώ και δύο χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί πολλές μελέτες για την ανάπλαση και την αναβάθμιση ευαίσθητων περιοχών της Αθήνας, όπως για το Γεράνι αλλά και για την πλατεία Βάθη, τα Άνω και Κάτω Πατήσια, την Πανεπιστημίου, τις πλατείες Αγίου Παντελεήμονα, Αγίου Νικολάου και την Αχαρνών. Ειδικά για το Γεράνι, εκτός από τη μελέτη της Sarcha «Αθήνα – Γεράνι, Πόλη Κοινός Πόρος», αξίζει να σημειωθεί η μελέτη του Δικτύου Νομαδικής Αρχιτεκτονικής με χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Λάτση και η λίγο παλαιότερη μελέτη του Αλ. Καρύδη (2002) για την Ε.Α.Χ.Α. (Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας Α.Ε.). Η χαρτογράφηση της περιοχής αποτελεί το πρώτο βήμα και θα μπορούσε –έστω και μακροπρόθεσμα– να οδηγήσει σε αναβάθμισή της με μεικτή χρήση κατοικίας και εμπορίου. Ωστόσο, παρά τις μελέτες, κανένα πρότζεκτ δεν υλοποιήθηκε.

 

Ανωριμότητα της Πολιτείας και απροθυμία του Δήμου: η τροχοπέδη στην ανάπλαση, και η κινητοποίηση

Η Μ.Κ.Ο. Sarcha C.C.R. (City Common Resource – Π.Κ.Π.: Πόλη Κοινός Πόρος) ανέλαβε προ διετίας την πλήρη χαρτογράφηση της περιοχής Γεράνι. Δημιούργησε μάλιστα και δύο χώρους, έναν διαδικτυακό σε μορφή wiki και έναν πραγματικό για την ενημέρωση και τον συντονισμό όλων όσοι ενδιαφέρονται.

Η έρευνα προχώρησε, το υπουργείο όμως, όπως μας είπε η Μαρία Θεοδώρου, κράτησε «μια ανώριμη στάση» και προτίμησε η μελέτη να παραμείνει σε τελείως θεωρητικό επίπεδο, χωρίς να κατατεθούν συγκεκριμένες προτάσεις ανάπλασης. Οι προτάσεις βέβαια έγιναν και παρουσιάστηκαν δημόσια. Το υπουργείο έκανε πως δεν τις άκουσε. Για τη Θεοδώρου, ο λόγος που δεν γίνονται αποδεκτές τέτοιου είδους ιδέες είναι αφενός επειδή προαπαιτούν μια αλλαγή της νοοτροπίας που κυριαρχεί στην ανάθεση έργων και αφετέρου επειδή δεν αφήνουν περιθώρια διαρροής χρημάτων-κονδυλίων, μιας και ο έλεγχος των έργων προβλέπεται να γίνεται άμεσα και ανοιχτά από «τα κάτω», δηλαδή από τους κατοίκους, τους καταστηματάρχες και από όλες τις κοινότητες. Πρωτάκουστο ή ανήκουστο για τα δικά μας δεδομένα; Όπως και να ’χει, σύμφωνα με τη Μ. Θεοδώρου τα κονδύλια μπορούσαν να βρεθούν μέσα από τις ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις που είχαν προκηρυχθεί για μικρής κλίμακας αναπλάσεις. Και μιας και το Γεράνι είναι όλο κι όλο 21 οικοδομικά τετράγωνα θα μπορούσε να αναβαθμιστεί ολόκληρο στο πλαίσιο μιας πιλοτικής εφαρμογής. Όμως το Γεράνι, όπως είδαμε, ακόμα περιμένει. Οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν είναι ουσιαστικές και ξεπερνούν κατά πολύ τον καλλωπισμό και την πεζοδρόμηση κάποιων οδών, όπως πρόκειται να γίνει π.χ. στο μέλλον στην Πανεπιστημίου. Ένας πεζόδρομος είναι απλώς πράξη παρηγοριάς, και καμία αναβάθμιση δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν προσπαθήσει να αναζωογονήσει την οικονομία της περιοχής, υποστηρίζει η Μ. Θεοδώρου. Γι’ αυτό και η Sarcha θεωρεί προαπαιτούμενα για την ανάπλαση της περιοχής την πολιτική βούληση για κοινωνική συνοχή και προστασία των ευάλωτων ομάδων, καθώς και τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Για την πρόεδρό της μάλιστα, είναι σημαντικό η παρέμβαση της Πολιτείας και του Δήμου να είναι προληπτική, διότι στο στάδιο της θεραπείας το παιχνίδι θα έχει χαθεί. «Είναι επείγον να βοηθηθούν αυτοί που ακόμη στέκονται όρθιοι και προσπαθούν να επιβιώσουν». Γι’ αυτό και η πρόταση της Sarcha για το Γεράνι εστιάζει στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αυτή η κατηγορία του κοινωνικού φάσματος η οποία παραπαίει και προσπαθεί να κρατηθεί όρθια ανάμεσα σε κρίσεις, φόρους, λουκέτα και παραβατικότητα, κινδυνεύει , λέει η Θεοδώρου, να βγει από στιγμή σε στιγμή στον δρόμο.

Εδώ έγκειται ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που εντοπίζει η Θεοδώρου. Το κράτος, λέει, απλώνει χέρι βοηθείας στα δύο άκρα του κοινωνικού συνεχούς, δηλαδή στους μεγαλοεπιχειρηματίες και τους ήδη εξαθλιωμένους. Από τη μία δηλαδή η Πολιτεία κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει αυτούς που δεν έχουν ανάγκη βοηθείας, και από την άλλη στηρίζει επιφανειακά, και εντέλει υποκριτικά, αυτούς που έχουν πια καταρρεύσει. Τελικά, όλες οι φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και απόπειρες του Δήμου φαντάζουν στους ίδιους τους ενδιαφερομένους πομπώδεις και αδιάκριτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το συσσίτιο Αθηνών, τη στιγμή που οι ευάλωτες ομάδες των αστέγων και των απόρων θα μπορούσαν να βοηθηθούν περισσότερο με μεροκάματα παρά με ένα πιάτο φαΐ.

Για τη Λίνα Λιάκου, μέλος της Sarcha που συμμετείχε στην έρευνα, το ερώτημα που τίθεται είναι ξεκάθαρο και αφορά το αν ο Δήμος Αθηναίων επιθυμεί ή όχι να παραχωρήσει κάποια από τα άδεια κτίρια (ιδιοκτησίας του) για την ανακούφιση του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού αστέγων. Η Sarcha μάλιστα πρότεινε στον Δήμο Αθηναίων να διαμορφώσει την πλατεία Βαρβακείου σε υπαίθρια αγορά-παζάρι μικροαντικειμένων φτιαγμένων από τους αστέγους. Ο χώρος ανήκει στον Δήμο, τα υλικά υπάρχουν στις αποθήκες του, η βοήθεια θα ήταν ουσιαστική και η αντίδραση όλων θετική. Η απάντηση του Δήμου και πάλι ήταν αρνητική.

Παρόμοια προσέγγιση, αν και από άλλη προοπτική, έχει και το Δίκτυο Νομαδικής Αρχιτεκτονικής, με ψυχή του την Ελένη Τζιρτζιλάκη, το οποίο προωθεί μια σύμπραξη ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την τέχνη, προς όφελος των κοινοτήτων που ζουν στην εκάστοτε περιοχή. Με τη δράση «Παρατηρητήριο Κατοίκηση» έχει ιδρύσει ένα διαδικτυακό και έναν πραγματικό χώρο με πληροφορίες, όπου καλλιτέχνες, κοινωνιολόγοι, αρχιτέκτονες κ.ο.κ. εμπλέκονται σε συλλογικές δράσεις για την περιοχή. Η τελευταία δράση τους ήταν ένας ομαδικός περίπατος στην περιοχή, με στόχο να μπουν οι συμμετέχοντες στη θέση όλων αυτών που σταδιακά εκτοπίζονται, ούτως ώστε να κατανοήσουν βιωματικά το φαινόμενο και να μπορέσουν να το συζητήσουν στη συνέχεια στο Κοινωνικό Κέντρο (Τσαμαδού 15). Η αυτοδιαχείριση άλλωστε σε πολλούς τομείς έχει φανεί να αποδίδει και τώρα αρχίζει να βρίσκει χώρο και στον τομέα της πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής.

Στο ίδια πλαίσιο η Sarcha πραγματοποίησε δύο ανεξάρτητες δράσεις. Πέρσι επρόκειτο για το πρότζεκτ Polypolis 2012, ένα κοινωνικό παιχνίδι που θύμιζε τη Μονόπολη και αποτέλεσε μια πρώτη προσπάθεια να εξασκήσει τους πολίτες στη συζήτηση και τη συν-διαπραγμάτευση για τα κοινά, με στόχο να αποτραπεί η κατάρρευση της περιοχής. Όποτε και όπου παίχτηκε το παιχνίδι (Αθήνα, Χανιά, Ρώμη, Λονδίνο κ.α.), νικητές έβγαιναν οι μικροκαταστηματάρχες που αποδεικνύονταν πιο ευέλικτοι και δημιουργικοί, χαράζοντας μια πορεία ανοδική που θα μπορούσε να συμπαρασύρει θετικά και τις υπόλοιπες ομάδες. Αυτό το παιχνίδι, πιο ζωντανό από οποιαδήποτε κοινωνική μελέτη, μπορεί να λειτουργήσει ως προσομοίωση για την από κοινού διαχείριση των πόρων και παράλληλα ως υπόδειξη για το πού πρέπει να επικεντρωθεί η κρατική βοήθεια.

Φέτος επρόκειτο για το πρότζεκτ Δήμος 2013, διαγωνισμό που έληξε στις 24 Ιουνίου. Εκεί ο καθένας μπορούσε να καταθέσει την πρότασή του για τη σύνδεση του Δημαρχείου Αθηνών με την πλατεία Κοτζιά «στο πλαίσιο της αυτοδιαχείρισης και αυτοκυβέρνησης». Οι προτάσεις συζητήθηκαν στο Φεστιβάλ Αρχιτεκτονικής του Λονδίνου στο Westminster Law and Theory Centre την Παρασκευή 27 Ιουνίου και αργότερα θα συζητηθούν στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών στην Ελλάδα. Στη δεύτερη φάση του διαγωνισμού, οι νικήτριες προτάσεις θα ενοποιηθούν ώστε να δημιουργηθεί μια ενιαία πρόταση «revolutionary design». Σε αυτή θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι όσοι το επιθυμούν και θα σχεδιαστεί από το μηδέν σε όλα τα επίπεδα – κοινωνικό, νομικό, θεσμικό, αρχιτεκτονικό κ.ο.κ.

Ο συγκεκριμένος διαγωνισμός ο οποίος επίσης τρέχει χωρίς τη συμμετοχή ούτε τη στήριξη του Δήμου, είναι για τη Θεοδώρου και τη Sarcha μια ομαδική προσπάθεια που λειτουργεί αντί διαμαρτυρίας, με την οποία ο καθένας μπορεί να συνδεθεί και να ταυτιστεί, δείχνοντας έμπρακτα τις αλλαγές που επιθυμεί για τον τόπο του. Μια δράση η οποία, μέσα από τη συμμετοχή και τη σύμπραξη, δείχνει μια κατεύθυνση κινητοποίησης ενάντια στο αδιέξοδο. Ένα «τσίγκλισμα», θα λέγαμε, άνωθεν και κάτωθεν που μπορεί να παρακινήσει τους μεν πολίτες στη συν-απόφαση, το δε κράτος στην αποδοχή και την εφαρμογή των αποφάσεων αυτών.

Ποια μπορεί να είναι λοιπόν η τύχη του Γερανίου και των κατοίκων του; Θα γίνει άλλο ένα Γκάζι; Θα μείνει να χάσκει παρατημένο; Θα αναβαθμιστεί; Μπορεί άραγε η Πολιτεία να δώσει μόνιμες λύσεις στις ευπαθείς ομάδες και να προλάβει την εξαθλίωση αυτών που ακόμη κρατάνε μαγαζιά και παραγωγή με νύχια και με δόντια; Μπορεί το κράτος να αλλάξει μυαλά και να συμπορευτεί με την ανάγκη των πολλών για συμμετοχή στις διαδικασίες; Μπορούνε οι πολλοί να διαχειριστούν με ωριμότητα τέτοια ζητήματα; Αν στη θέση του «μπορώ» βάλουμε το «θέλω», για τους πολλούς η απάντηση είναι μάλλον θετική. Ναι, θέλουν οι πολλοί να διαχειριστούν με ωριμότητα τέτοια ζητήματα. Το κράτος όμως θέλει άραγε να υπερβεί τον εαυτό του, τις παραδοσιακές δράσεις και τις παλαιολιθικές αντιλήψεις, και να ανοίξει τον δρόμο της συν-διαχείρισης; Αυτή την απάντηση μόνο το μέλλον θα τη δώσει. Και προς το παρόν το Γεράνι θα συνεχίσει να ακροβατεί ανάμεσα στις χαμένες ταυτότητές του και δεν θα ανήκει σε κανέναν. Ούτε καν σε αυτούς που το ζουν καθημερινά.

Ροζαλία Παναγιωτοπούλου

http://www.chronosmag.eu

 

This entry was posted in Είδαμε κι ακούσαμε. Bookmark the permalink.